* της Μελίνας Κριτσωτάκη
Γεωπόνου Αγροτικής Οικονομίας
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, μια επιχείρηση ανήκει σε γυναίκα όταν αυτή κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του μετοχικού εταιρικού καφαλαίου και επίσης έχει την ευθύνη για τη λήψη όλων των αποφάσεων σχετικών με την ανάπτυξή της. Στην πραγματικότητα, πολλές επιχειρήσεις είναι μόνο στα χαρτιά για φορολογικούς λόγους στο όνομα μιας γυναίκας, ενώ οι αποφάσεις και όλη η λειτουργία τους ασκείται από τον σύζυγο.
Κάτι αντίστοιχο παρατηρούμε πως συμβαίνει και στα Χρηματοδοτούμενα Προγράμματα για τη γεωργία και την ύπαιθρο.
Για ποιους λόγους, όμως, ενώ οι γυναίκες της υπαίθρου έχουν τις ευκαιρίες και τα προσόντα (οι περισσότερες νέες της Ελληνικής περιφέρειας είναι πλέον μορφωμένες) να πρωταγωνιστήσουν στο “επιχειρείν” μένουν πίσω;
Από διάφορες έρευνες παρατηρούμε πως οι γυναίκες της υπαίθρου ξεκινούν τις δραστηριότητές τους σχετικά αργά ηλικιακά. Συνήθως, αλλά χωρίς αυτό να είναι απόλυτη διαπίστωση, μετά που θα γίνουν μητέρες. Η παρουσία τους είναι σημαντική σε κλάδους όπως η μεταποίηση των προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής, ο αγροτουρισμός, η τοπική γαστρονομία και τα προϊόντα οικοτεχνίας.
Αυτό ερμηνεύεται από το γεγονός ότι η γυναικεία επιχειρηματικότητα γίνεται περισσότερο “από ανάγκη” για βιοπορισμό και για συμπλήρωση του οικογενειακού εισοδήματος.
Επίσης, προτιμούν την κατεύθυνση της μεταποίησης καθώς είναι ευκολότερο για εκείνες να κερδίσουν την αποδοχή σε αυτό το, περισσότερο “φεμινιστικό”, επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ένα, ακόμη, σημαντικό στοιχείο είναι πως η γυναικεία επιχειρηματικότητα συνδέεται με την προϋπόθεση συνδυασμού του χρόνου στη δουλειά σε σχέση με τις οικογενειακές υποχρεώσεις. Για τις γυναίκες είναι σημαντική η ισορροπία μεταξύ οικονομικών στόχων και προσωπικής – οικογενειακής ζωής. Επιπροσθέτως, το εκπαιδευτικό υπόβαθρο αλλά και η εμπιστοσύνη στον εαυτό τους αποτελούν αποφασιστικούς παράγοντες εκδήλωσης επιχειρηματικής συμπεριφοράς. Ακόμη, παρατηρείται πως η συμπεριφορά των γυναικών επιχειρηματιών ως προς τις πηγές κεφαλαίου για την ίδρυση μιας επιχείρησης είναι διαφορετική από τους άνδρες.
Οι γυναίκες, συνήθως, βάζουν οι ίδιες τα χρήματα για την ίδρυση της ή προσφεύγουν στο συγγενικό τους περιβάλλον γιατί είναι επιφυλακτικές στο να ρισκάρουν να εξαρτηθούν από ένα τραπεζικό δάνειο. Γενικά, αποφεύγουν τους “μεγάλους” και δύσκολα πραγματοποιήσιμους στόχους ενώ προτιμούν να κάνουν βήματα σταθερά και μικρά κάθε φορά.
Ανασταλτικοί παράγοντες ενασχόλησης των γυναικών αποτελούν τα στερεότυπα των ρόλων που θέλουν τη γυναίκα στο σπίτι να ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών. Επίσης, τις πιο πολλές φορές το οικογενειακό περιβάλλον δεν ενθαρρύνει και αν συνυπάρχουν και όποιου είδους προβλήματα η αυτοπεποίθηση των γυναικών “πέφτει” ακόμη περισσότερο.
Οι, “κλειστές” κατά κόρον, κοινωνίες είναι επιφυλακτικές στην αποδοχή, τουλάχιστον στο αρχικό χρονικό διάστημα λειτουργίας, της επιχείρησης. Ακόμη, η προσωπική περιουσία των γυναικών είναι συνήθως περιορισμένη και ειδικά τώρα με την οικονομική κρίση δύσκολα χρηματοδοτούν μια επιχειρηματική τους ιδέα φοβούμενες την αποτυχία.
Σίγουρα η εικόνα της γυναικείας επιχειρηματικότητας στην ύπαιθρο δεν είναι η ιδεατή και σαφώς πρέπει να “στηριχτεί”. Με ποιους τρόπους; Πρώτα απ’ όλα, απαιτείται πρόσθετη εμψύχωση για να συμμετέχουν και να εκδηλώσουν κάποια δραστηριότητα, μιας και νιώθουν περισσότερο πως έχουν επικουρικό ρόλο στο νοικοκυριό. Σε συνεργασία με συμβούλους θα ενδυναμωθούν εσωτερικά και θα κατανοήσουν καλύτερα τις απαιτήσεις της δράσης που τις ενδιαφέρει. Όπως προέκυψε από στοιχεία παλιότερων Leader οι γυναίκες συμμετείχαν ελάχιστα στις Γενικές Συνελεύσεις και τα Διοικητικά Συμβούλια των Τοπικών Ομάδων Δράσης (απουσία πάνω από 50% σε κάποιες περιοχές) όπως και στη διαβούλευση τοπικών προγραμμάτων. Ακόμη, πρέπει οπωσδήποτε να ενισχυθεί η πρόσβαση των γυναικών στην πληροφόρηση και να υπάρξουν οι κατάλληλοι δίαυλοι επικοινωνίας ώστε να φτάνει η πληροφορία απευθείας σε αυτές. Επίσης, τα διάφορα προγράμματα κατάρτισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρέπει να είναι καλά στοχευμένα και να προσφέρουν εκείνες τις γνώσεις που ενισχύουν το επιχειρηματικό πνεύμα βοηθώντας, παράλληλα, τις εκπαιδευόμενες να ξεπερνούν την όποια επιφυλακτικότητα έχουν.
Επιπροσθέτως, γνώσεις τεχνολογιών πληροφορικής και προβολής – προώθησης στο διαδίκτυο αποτελούν σημαντικά ζητήματα στην ενίσχυση της γυναικείας επιχειρηματικότητας. Οι τοπικοί φορείς σε συνεργασία με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα οφείλουν να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν τα κατάλληλα εκπαιδευτικά πακέτα ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε Περιφέρειας. Οι υποδομές συμβουλευτικής σε περιφερειακό επίπεδο πρέπει όχι μόνο απλά να παρακολουθούν αλλά και να παράσχουν πολύτιμες πληροφορίες καθοδήγησης.
Είναι επιτακτική, για την δημιουργία ανταγωνιστικών και καινοτόμων αγροτικών επιχειρήσεων, η μεταφορά των αποτελεσμάτων της έρευνας που γίνεται στα Πανεπιστήμια στην πραγματική αγροτική παραγωγή και στις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες.
Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται το δέσιμο μεταξύ της επιστήμης και της κοινωνίας αλλά και κινητοποιούνται όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς (συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών ηγεσιών) να εφαρμόζουν το “συγκεκριμένο” με βάση τα αποτελέσματα της “μελέτης του συγκεκριμένου”.
Ζητούμενο εξακολουθεί να είναι η απλοποίηση της γραφειοκρατικής διαδικασίας αφού οι χρονοβόρες διαδικασίες λειτουργούν συνήθως αποτρεπτικά για τις γυναίκες, ιδιαίτερα σε εκείνες της κάπως μεγαλύτερης ηλικίας και λιγότερων γνώσεων. Ακόμη και τώρα που η περίοδος που ζούμε δεν είναι και η καλύτερη, αν δεν ρισκάρουμε και δεν προσπαθήσουμε για κάτι καλύτερο, τότε αυτό το καλύτερο που περιμένουμε δεν θα έρθει ποτέ από μόνο του.